κατωτέρων

κατωτέρων
κάτος
following
fem gen comp pl
κάτος
following
masc/neut gen comp pl
κατώτερος
lower
fem gen pl
κατώτερος
lower
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θαλλός — Βλαστικό σώμα πολυάριθμων κατωτέρων φυτικών οργανισμών (φύκη, μύκητες, λειχήνες). Ονομάζονται θαλλόφυτα, σε αντίθεση με τα κορμόφυτα, στα οποία διακρίνονται σαφώς διαφοροποιημένες οι ρίζες, ο βλαστός και τα φύλλα. Η διάκριση, αν και φαίνεται… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • κλήρος — Τμήμα γης που δόθηκε με κλήρωση· ο λαχνός· το μερίδιο κληρονομιάς· η μοίρα, η τύχη. Επίσης κ. ονομάζεται το ιερατείο, δηλαδή το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων κληρικών της Εκκλησίας. Στον ανώτερο κ. περιλαμβάνονται οι λειτουργοί που απέκτησαν… …   Dictionary of Greek

  • ακυρωτική δικαιοδοσία — Η εξουσία των δικαστηρίων να ακυρώνουν αποφάσεις άλλων δικαστηρίων ή πράξεις των διοικητικών αρχών, που είναι αντίθετες στο σύνταγμα και τους νόμους. Η εξουσία αυτή ανήκει στα ακυρωτικά δικαστήρια και συγκεκριμένα στον Άρειο Πάγο και το Συμβούλιο …   Dictionary of Greek

  • ακυρωτικό δικαστήριο — Ο Άρειος Πάγος, το ανώτατο όλων των δικαστηρίων, το οποίο δεν δικαιοδοτεί αλλά απλώς ακυρώνει τις αποφάσεις των άλλων κατώτερων διακαστηρίων, όταν οι αποφάσεις τους αντιστρατεύονται τους νόμους. Ακυρωτικό είναι επίσης και το Συμβούλιο της… …   Dictionary of Greek

  • Σαβάζιος — Θρακοφρυγική θεότητα που λατρευόταν στον ελληνικό κόσμο από τον 5o αι. π.Χ. Για τον εξωτικό και οργιαστικό χαρακτήρα της και για τη δημοτικότητα της μεταξύ των κατώτερων τάξεων, η λατρεία του Σ. κατακρίθηκε και χλευάστηκε από τους καλλιεργημένους …   Dictionary of Greek

  • Σατουρνίνος — ο, ΝΑ αιρετικός που έζησε στην Αντιόχεια την εποχή τού Αδριανού και ο οποίος πίστευε στην ύπαρξη ενός άγνωστου ύψιστου Θεού και κατώτερων όντων, στα οποία και συμπεριλάμβανε και τον θεό τών Ιουδαίων που δημιούργησε τον άνθρωπο, ο οποίος όμως… …   Dictionary of Greek

  • έκκλητος — η, ο (AM ἔκκλητος, ον) ο άξιος χλευασμού ή διασυρμού μσν. νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η έκκλητος η έφεση κληρικού ή μοναχού εναντίον αποφάσεως κατώτερων εκκλησιαστικών δικαστηρίων 2. το ουδ. ως ουσ. το έκκλητον το δικαίωμα αρχιερέως ή ανώτερου… …   Dictionary of Greek

  • έσχατος — η, ο (ΑΜ ἔσχατος, η, ον Α και ἔσχατος, ον) 1. (για τόπους) ο πιο απομακρυσμένος, ο απώτατος, αυτός που βρίσκεται στο ακρότατο σημείο, ο τελευταίος («ἔσχατος θάλαμος», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) χειρότερος, κατώτερος («ο έσχατος τών μαθητών») 3.… …   Dictionary of Greek

  • αγάς — (από το τούρκ. Agmak = αvυψώvoμαι, ανέρχομαι).Τίτλος στρατιωτικού ή πολιτικού άρχοντα στην Τουρκία. Αρχικά σήμαινε μεγάλος κύριος, αρχηγός. Από τους ανακτορικούς βαθμούχους διακρίνονταν ο χαζνεντάρ α. (θησαυροφύλακας), ο κιζλάρ α.(φύλακας του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”